Παράλληλες ιστορίες: Ο κύριος με τις καραμέλες

Πάντα σε ταινίες και σε βιβλία οι αγαπημένοι μου ήρωες ήταν αυτοί των παράλληλων ιστοριών.
Συχνά, μάλιστα, το είχα σαν παιχνίδι να συνεχίζω τις δικές τους ιστορίες ταυτόχρονα με αυτή των βασικών ηρώων ή να φαντάζομαι το παρελθόν τους.
Κάπως έτσι έγινε και με την παρακάτω ιστορία, την "Κυρία με τα Μπισκότα", μια ιστορία που την προηγούμενη δεκαετία έκανε το γύρο του κόσμου με chain mail, και βγήκε ο "Κύριος με τις Καραμέλες"... ;)


Η ιστορία της "Κυρίας με τα Μπισκότα" πάει κάπως έτσι:

Μια νεαρή κυρία περίμενε την πτήση της στην αίθουσα αναμονής ενός μεγάλου αερολιμένα.
Επειδή έπρεπε να περιμένει πολλές ώρες, αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα. Αγόρασε επίσης κι ένα πακέτο μπισκότα.
Κάθισε σε μια πολυθρόνα, στην αίθουσα VIP του αερολιμένα, για να διαβάσει με ησυχία.
Ένας άνδρας που κάθισε στο διπλανό κάθισμα, άνοιξε το περιοδικό του και άρχισε να διαβάζει.
Πήρε το πρώτο μπισκότο, ο άνδρας πήρε κι αυτός άλλο ένα. Αισθάνθηκε ενοχλημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκε: “Τι νεύρα έχω! Εάν ήμουν σε κατάλληλη διάθεση θα τον χτυπούσα που τόλμησε!” Για κάθε μπισκότο που έπαιρνε, ο άνδρας έπαιρνε κι αυτός άλλο ένα. Αυτό την εξαγρίωνε αλλά δεν θέλησε να κάνει σκηνή.
Όταν έμεινε μόνο ένα μπισκότο, σκέφτηκε: «Ααα… Τι θα κάνει αυτός ο καταχραστής τώρα;”
Τότε, ο άνδρας, παίρνει το τελευταίο μπισκότο, το κόβει στη μέση, δίνοντας της το ένα μισό.
Ααα! Αυτό ήταν πάρα πολύ Ήταν πολύ πάρα πολύ θυμωμένη τώρα!
Σε μια στιγμή, πήρε το βιβλίο της, τα πράγματά της και όρμησε στην αίθουσα επιβίβασης.
Όταν κάθισε στο κάθισμά της, μέσα στο αεροπλάνο, έψαξε την τσάντα της για να πάρει τα γυαλιά της, και, προς μεγάλη της έκπληξη, το πακέτο με τα μπισκότα της ήταν εκεί, άθικτο, κλειστό!
Αισθάνθηκε τόσο ντροπιασμένη!! Συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος… Είχε ξεχάσει ότι τα μπισκότα της δεν τα είχε βγάλει από την τσάντα της. Ο άνδρας είχε μοιραστεί τα μπισκότα του μ’ αυτήν, χωρίς κανένα συναίσθημα θυμού ή πίκρας… ενώ αυτή ήταν πολύ θυμωμένη, σκεπτόμενη ότι μοιραζόταν τα μπισκότα της μ’ αυτόν.
Και τώρα δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να εξηγήσει… ούτε να ζητήσει συγγνώμη.

Ας δούμε τώρα την ίδια ιστορία απ' την πλευρά του κυρίου:


Ο Κύριος με τις Καραμέλες

Ήταν 8 χρονών όταν τον πρωτοσυνάντησε.
Συνήθιζε να κάθεται στο καφενείο απέναντι από το μπακάλικο του παππού του, πάντα με περιποιημένο λευκό μουστάκι, καπέλο και μπαστούνι που πρόδιδαν την καλή οικονομική του κατάσταση. Είχε ακούσει γι' αυτόν από τα υπόλοιπα παιδιά.
Δεν έκανε τόσο εντύπωση η παγωμένη του έκφραση, ούτε το αυστηρό του ύφος, όσο... οι καραμέλες του! Δεν ήταν οι καραμέλες αυτές που βρίσκεις σε μαγαζιά, ούτε εκείνες που αγοράζεις από το περίπτερο. "Οι καραμέλες αυτές είναι οι πιο υπέροχες του κόσμου, δεν τις έχω βρει όσο κι αν έχω ψάξει", έλεγε ο παππούς του με ένα ίχνος λαχτάρας. Και, φυσικά, δεν ήταν εύκολο να τις βρεις, αφού τις έφερνε από τα μακρινά του ταξίδια.
Είχαν χρώμα ασημοκίτρινο και όταν έλιωναν στο στόμα όλη η γειτονιά μύριζε ανάμεικτες μυρωδιές από μοσχολέμονο, δυόσμο και άλλες που ήταν δύσκολο να αναγνωριστούν, καθώς προέρχονταν από φρούτα και βότανα κάθε άκρης του πλανήτη. Οι μυρωδιές αυτές μετατρέπονταν σε πεθυμιά και λαχτάρα σε καθένα που βρισκόταν τριγύρω.
Δεν υπήρχε, όμως, περίπτωση να γευτεί κανείς άλλος τις συγκεκριμένες καραμέλες. Αν είχες το "θράσος" να ζητήσεις καραμέλα, συναντούσες ένα βλέμμα που σε κατακεραύνωνε με περιφρόνηση και ειρωνεία, λες και δεν ήσουν άξιος να μοιραστείς μαζί του αυτή την εξαιρετική εμπειρία.
Ένα παιδάκι 8 χρόνων δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί την έννοια της εξουσίας που μπορεί να έχει μια καραμέλα, πόσο μάλλον την έννοια του κινδύνου που μπορεί να έχει το να θέλεις να αποκτήσεις το συγκεκριμένο σύμβολο εξουσίας.
Πέρασαν πολλές Κυριακές που παρατηρούσε τον "κύριο με τις καραμέλες". Είχε μάθει όλες του τις κινήσεις, τις συνήθειες, το πώς γύριζε τις σελίδες της εφημερίδες, πώς καθόταν στην καρέκλα, πώς αδιαφορούσε για τα βλέμματα και πώς γευόταν επιδεικτικά αυτές τις εξαίσιες καραμέλες. Αυτές τις μοναδικές, εκπληκτικά μυρωδάτες, ονειρεμένα γευστικές καραμέλες...
Χαμένος σε μια εικόνα του μυαλού του, σκέφτηκε μια από αυτές τις καραμέλες στο στόμα του και λίγωσε. Και τότε το πήρε απόφαση! Θα έτρωγε μια καραμέλα! Με όλη του την παιδική αφέλεια έβαλε μπρος το σχέδιο του: ζήτησε από τη μητέρα του ένα κομμάτι από το νοστιμότατο σπιτικό κέικ που έφτιαχνε, πήρε το αγαπημένο του παιχνίδι και άρχισε να προχωρά με όλο το θάρρος προς το καφενείο. Λίγο δίστασε όταν τον είδε αγέρωχο να κοιτά προς τη θάλασσα, αλλά ίσιωσε το κορμί και συνέχισε.
"Κύριε", είπε διστακτικά.
Καμία απόκριση. Ίσως να μην είχε ακούσει την παιδική φωνούλα, ίσως πάλι και να μην ήθελε να απαντήσει.
"Κύριε", ξαναείπε, τραβώντας ελαφρά το μανίκι του "κυρίου με τις καραμέλες". Εκείνος, βγάζοντας ένα βογγητό περιφρόνησης, γύρισε. Χωρίς να μιλήσει. Απλά κοιτώντας το παιδί διερευνητικά και με ένα ελαφρά υπεροπτικό ύφος.
Το αγόρι ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν. Ποτέ δεν είχε αισθανθεί τέτοιο φόβο.
Ήταν περίεργο γιατί δεν αισθάνθηκε απειλή, όμως αισθάνθηκε κάτι βαθύτερο.
Αισθάνθηκε σαν το ζωύφιο που θέλουν όλοι να πατήσουν, σαν μια βρώμικη πατσαβούρα που σιχαίνονται όλοι να αγγίξουν. Άπλωσε και τα δυο του χέρια, κρατώντας το κέικ στο ένα και το αγαπημένο του παιχνίδι στο άλλο.
"Θέλω μια καραμέλα" είπε άψυχα. Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής. Ο "κύριος με τις καραμέλες" χαμογέλασε, κοίταξε για λίγο τα χέρια του αγοριού και μετά σηκώθηκε. Τίναξε το παντελόνι, άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ στο καφενείο.
Στ' αλήθεια πώς θυμήθηκε αυτή την ιστορία; Είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια! Μάλλον ήξερε. Η κυρία που καθόταν παραδίπλα του είχε ακριβώς το ίδιο ύφος και του θύμισε τον "κύριο με τις καραμέλες".
Χαμογέλασε και έβγαλε από την τσάντα του το κουτί με τα μπισκότα που είχε αγοράσει πριν λίγο. Τα άφησε ανοιχτά στο κενό κάθισμα δίπλα του και κοίταξε το ρολόι του. Έμεναν ακόμα λίγα λεπτά. Θα τα απολάμβανε παρατηρώντας τους ανθρώπους και απολαμβάνοντας αυτά τα υπέροχα μπισκότα που του θύμιζαν τον παππού του και τις γεύσεις του μπακάλικου.
Και τότε, μια έκπληξη! Η κυρία δίπλα του είχε απλώσει το χέρι της και είχε πάρει ένα μπισκότο! Μειδίασε από έκπληξη και την κοίταξε. Εκείνη, όμως, δε φάνηκε να θέλει να γνωριστεί μαζί του, αντίθετα φαινόταν τόσο προσηλωμένη στο βιβλίο της, όχι τόσο από ενδιαφέρον σ' αυτό που διάβαζε, αλλά από επιδεικτική περιφρόνηση σε ό,τι συνέβαινε γύρω της.
Πήρε κι εκείνος ένα μπισκότο και συνέχισε να την κοιτάει με την άκρη του ματιού του. Άραγε θα του μιλούσε; Θα του ζητούσε συγγνώμη για την αγένειά της; Θα γελούσε έκπληκτη για την αφηρημάδα της; Θα σχολίαζε έστω το πόσο νόστιμα ήταν τα συγκεκριμένα μπισκότα; Όμως, τίποτα απ' όλα αυτά. Απλά συνέχισε να τρώει τα μπισκότα το ένα μετά το άλλο, χωρίς να του δίνει καμία απολύτως σημασία, λες και ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί αυτό της το καπρίτσιο.
Ήθελε πολύ να βάλει τα γέλια, αλλά ήταν τέτοια η έκπληξή του που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει! Όταν είχε μείνει πια μονάχα ένα μπισκότο, αποφάσισε να αντιδράσει. Μπορεί να μην είχε καταλάβει τόσην ώρα την αφηρημένη της κίνηση και ήταν μια ευκαιρία να γελάσουν με το περιστατικό. Το πήρε πριν προλάβει να απλώσει το χέρι της και κόβοντάς το στη μέση της πρόσφερε το ένα κομμάτι χαμογελώντας. Τότε μια μεγαλύτερη έκπληξη τον περίμενε. Η κυρία σηκώθηκε μεμιάς, έβγαλε τα γυαλιά της, έκλεισε με θυμό το βιβλίο της και κοιτάζοντάς τον με περιφρόνηση και απέχθεια απομακρύνθηκε με επιβλητικό βήμα.
Κοίταξε τα δύο κομμάτια του μπισκότου και γέλασε. Δε σκέφτηκε τίποτα άσχημο, απλά αναρωτήθηκε αν τόσο ο "κύριος με τις καραμέλες" όσο και η "κυρία με τα μπισκότα" θα μπορούσαν ποτέ να απολαύσουν τις γεύσεις που δίνει η ζωή με τις μικρές λαχταριστές στιγμές της...

Καλή εβδομάδα να έχουμε με περισσότερη γενναιόδωρη διάθεση και χαμόγελο! :) 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δυσορθογραφία: Συμφωνικά συμπλέγματα

Κάνοντας δουλειές του σπιτιού με παιδιά

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην τάξη